Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Εγκυμοσύνη και αποβολή: Γιατί συμβαίνει;


Κάθε εγκυμοσύνη, είτε φυσική είτε μετά από θεραπεία, έχει στατιστικά την πιθανότητα να μην ευοδωθεί. Η πιθανότητα αυτή είναι αρκετά σημαντική, της τάξεως του 20%, που πρακτικά σημαίνει ότι περίπου 1 στις 5 γυναίκες που μένουν έγκυες δεν θα ολοκληρώσει το «ταξίδι» της εγκυμοσύνης.


Εφόσον η εγκυμοσύνη σταματήσει σχετικά νωρίς, τους πρώτους 4-5 μήνες, τότε θεωρείται ότι η γυναίκα έχει αποβάλει. Βέβαια, στο μυαλό του κόσμου, η αποβολή σχετίζεται με έντονα συμπτώματα αιμορραγίας και πόνου που οδηγούν στην αποβολή του κυήματος, όμως στον ιατρικό κόσμο κάθε εγκυμοσύνη που έχει σταματήσει νωρίς περιλαμβάνεται στην «ομπρέλα» της αποβολής.

Λόγω των ποικίλων συμπτωμάτων, που μπορεί να κυμαίνονται από καθόλου αίμα ή πόνο μέχρι έντονη αιμορραγία και συνοδό ισχυρό πόνο, αλλά και των ποικίλων ευρημάτων στο υπερηχογράφημα, έχουν εφευρεθεί πολλές ιατρικές ονομασίες που περιγράφουν το φαινόμενο αυτό. Παρ' όλα αυτά, η ακριβής ορολογία έχει λίγη σημασία, αφού σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω συμβάν, το χαρακτηριζόμενο από εδώ και στη συνέχεια ως αποβολή, αντιμετωπίζεται ιατρικά με τον ίδιο τρόπο.

Ο κίνδυνος αποβολής δεν παραμένει ο ίδιος στη διάρκεια του πρώτου μισού μιας εγκυμοσύνης. Οι περισσότερες γυναίκες αποβάλλουν μεταξύ 5-7 εβδομάδων (μετρώντας από την τελευταία περίοδο). Έπειτα, η συχνότητα σταδιακά μειώνεται μέχρι το τέλος του 1ου τριμήνου, παραμένοντας χαμηλή για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα αναφοράς. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, κάθε εγκυμοσύνη που περνά χρονικά το όριο των τριών μηνών θεωρείται ότι έχει αποφύγει τον μεγάλο κίνδυνο αποβολής. Η χρονική αυτή κλίμακα ισχύει και για τις εγκυμοσύνες που έχουν προκύψει μετά από τεχνητή γονιμοποίηση, αν και η πιθανότητα αποβολής μπορεί να είναι συνολικά ελαφρώς αυξημένη, λόγω της ηλικίας των μελλοντικών γονέων ή προϋπαρχόντων ιατρικών προβλημάτων στο ζευγάρι.

Δύο καυτά ερωτήματα απασχολούν το ζευγάρι, όταν συμβαίνει μια αποβολή:
  • Τι ή ποιος φταίει και τι σημαίνει αυτό το συμβάν για το μέλλον.
Και τα δύο ερωτήματα βρίσκουν απάντηση σε κοινό πλαίσιο. Όσον αφορά στις αποβολές του πρώτου τριμήνου, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα, γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες είναι σποραδικές, που σημαίνει ότι έτυχε η συγκεκριμένη εγκυμοσύνη να είναι ελαττωματική. Αν εξεταστεί γενετικά το προϊόν μιας αποβολής, είναι αρκετά πιθανό να βρεθεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Η δε φύση σοφά αποφάσισε, ώστε μια τέτοια εξαιρετικά ανώμαλη εγκυμοσύνη να μην προχωρήσει.

Παρόλα αυτά, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, το γενετικό υλικό της γυναίκας και του άνδρα είναι φυσιολογικό, απλώς ο συγκεκριμένος συνδυασμός ήταν ατυχής. Ένα τέτοιο ζευγάρι μπορεί κάλλιστα να πετύχει μια τελείως φυσιολογική εγκυμοσύνη την επόμενη φορά. Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις που εύκολα δικαιολογείται η αυξημένη πιθανότητα αποβολής (πχ. δίδυμη ή τρίδυμη κύηση). Με βάση αυτό το σκεπτικό, κάθε ζευγάρι «δικαιούται» μια αποβολή όταν προσπαθεί για εγκυμοσύνη, χωρίς αυτό να ελαττώνει την πιθανότητα μιας φυσιολογικής έκβασης σε μελλοντική εγκυμοσύνη.

Τελικά, δεν φταίει κάποιος από τους συμβαλλόμενους για το μεμονωμένο γεγονός μιας αποβολής, μάλλον... η ανθρώπινη φύση! Είναι μάλιστα τόσο σοφή και προνοητική η παρέμβαση της φύσης που επικρατεί πανηγυρικά κάθε ανθρώπινης παρέμβασης. Γι αυτό και συμβουλές τύπου κατάκλισης ή ξεκούρασης ή η χρήση ειδικών φαρμάκων δε φαίνεται, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, να αποτρέπουν μια επερχόμενη αποβολή.

Έχοντας υπ’όψιν την υψηλή συχνότητα και το μεμονωμένο χαρακτήρα μιας αποβολής, δεν είναι έκπληξη που οι περισσότεροι ιατροί δεν προχωρούν σε εκτεταμένο έλεγχο για κάποια υποκείμενη αιτία στην πρώτη αποβολή, αλλά αρκούνται στο να καθησυχάσουν το ζευγάρι και να προσφέρουν θετικά προγνωστικά για το αναπαραγωγικό τους μέλλον. Βέβαια, εγγυήσεις δεν υπάρχουν και, όπως συμβαίνει με πολλά ζευγάρια που έχουν δυσκολίες να αποκτήσουν ένα παιδί, η αγωνία θα υφίσταται μέχρι να κρατήσουν το νεογέννητο στην αγκαλιά τους.

Επίσης, μικρή ανησυχία προκάλεσε μια πρόσφατη, σημαντική επιστημονική δημοσίευση από τη Σκωτία, που έδειξε ότι σε ζευγάρια που η πρώτη εγκυμοσύνη κατέληξε σε αποβολή, η επόμενη εγκυμοσύνη είχε κάπως αυξημένη συχνότητα κάποιων επιπλοκών, όπως αιμορραγία κατά την κύηση και μετά τον τοκετό, πρόωρο τοκετό ή ακόμα και ανάγκη για πρόκληση τοκετού. Οι επιπλοκές αυτές, αν και τις περισσότερες φορές μπορούν να αντιμετωπιστούν ιατρικά, υποδηλώνουν ξεκάθαρα ότι απαιτείται επαγρύπνηση τόσο από τη γυναίκα όσο και από τον ιατρό στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αν έχει προηγηθεί αποβολή.

Δεν έχει βρεθεί ακόμα με βεβαιότητα πόσο πρέπει να περιμένει ένα ζευγάρι μετά από μια αποβολή ώστε να προσπαθήσει ξανά για εγκυμοσύνη. Ως συνέπεια, ο κάθε θεράπων θα συστήσει διάστημα αναμονής μερικών μηνών, βασιζόμενος περισσότερο στην προσωπική εμπειρία παρά στην επιστημονική έρευνα. Σημαντικός είναι και ο ψυχολογικός παράγοντας, αφού μπορεί να περάσει αρκετός καιρός για ένα ζευγάρι να «συνέλθει» από την αρνητική εμπειρία μιας αποβολής.

Με τα τωρινά ιατρικά δεδομένα, αναμονή έξι μηνών ενδέχεται να ελαττώσει τους κινδύνους μιας μελλοντικής εγκυμοσύνης, ενώ μπορεί να χρειαστούν ως και 18 μήνες ώστε να εξαλειφθούν τελείως. Στην πράξη βέβαια, καθυστέρηση τόσο μεγάλη μπορεί να είναι ανεπιθύμητη ή ακόμα και επιζήμια, ιδιαίτερα αν η ηλικία της γυναίκας είναι κάπως προχωρημένη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι απόλυτα θεμιτό κάποιος να προσπαθήσει ξανά χωρίς ιδιαίτερη καθυστέρηση.

Δύο σενάρια αποβολής αξίζει να σημειωθούν γιατί διαφέρουν από τις περιπτώσεις σποραδικής αποβολής και χρήζουν πιο εκτεταμένου ιατρικού ελέγχου. Όταν η αποβολή έχει συμβεί μετά το πρώτο τρίμηνο, υπάρχει σημαντική πιθανότητα να υποκρύπτεται κάποιο ιατρικό πρόβλημα στη γυναίκα (συμπεριλαμβανομένων και κατασκευαστικών προβλημάτων της μήτρας) που έχει νόημα να διερευνηθεί και να προσδιοριστεί επαρκώς, αφού μπορεί να χρήζει ειδικής θεραπείας πριν ή κατά τη διάρκεια της επόμενης εγκυμοσύνης.

Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν η γυναίκα έχει τρεις διαδοχικές (καθ’έξιν) αποβολές – χωρίς να έχει παρεμβληθεί ολοκληρωμένη εγκυμοσύνη, όπου μπορεί να ανευρεθεί κάποιος υποθάλπτων ιατρικός λόγος. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ακόμα κι αν διερευνηθεί το ζευγάρι που έχει καθ’έξιν αποβολές, μπορεί να μη βρεθεί κάποιο πρόβλημα ή να βρεθεί κάτι που δεν επιδέχεται θεραπεία. Στις γυναίκες με δύο διαδοχικές αποβολές, πολλοί ιατροί θα προχωρήσουν σε έλεγχο, αν και το πιθανότερο είναι ότι δε θα βρεθεί κανένα υποκείμενο πρόβλημα, οι δε αποβολές θα θεωρηθούν απλά σποραδικές.

Συμπερασματικά, η εμπειρία μιας μεμονωμένης αποβολής, αν και συχνά τραυματική, δεν προμηνύει γενικά δυσοίωνες προβλέψεις για τη μελλοντική αναπαραγωγική απόδοση του ζευγαριού. Από την άλλη, απαιτεί κάπως αυξημένη επαγρύπνηση κατά τη διάρκεια της επόμενης εγκυμοσύνης. Σε εξατομικευμένες περιπτώσεις, έχει θέση ο ιατρικός έλεγχος προτού επιχειρηθεί η επόμενη εγκυμοσύνη.


Το κείμενο επιμελήθηκε και υπογράφει ο Δρ. ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ MD(London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Χειρ. Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου