Ο κυριακάτικος πρωινός καφές έχει δώσει τη θέση του στην παράνοια για την προετοιμασία για την έξοδο τσάντες με μπουκαλάκια, πάνες, ζακέτες, μαρκαδόρους, πλαστικά κατσαβίδια, Spiderman, κούκλες
«Όταν κάνω παιδιά, αποκλείεται να…» Αυτό ήταν το καταληκτικό συμπέ-
ρασμα εκπεφρασμένο μεγαλοφώνως, ή και όχι, κάθε φορά που πηγαίναμε
έξω για φαγητό, Κυριακές μεσημέρι. Πριν κάνω παιδιά, εννοείται. Ύστερα από
ξενύχτι, πρωινό καφέ στις 12 το μεσημέρι με εφημερίδες, χωρίς άγχος, χωρίς
φωνές, χωρίς πρόγραμμα, τα κυριακάτικα μεσημέρια μάς έβρισκαν, σχεδόν
πάντα, με παρέα κάπου για φαγητό. Σε αυτό το κάπου, στη συχνότητα του
απόλυτου ζεν, συνήθως υπήρχαν παρεμβολές. Μικροσκοπικές, μεγαλόφωνες,
αεικίνητες: παιδάκια. Σαν τις μέλισσες γύρω από όλα τα τραπέζια ή κάτω από
αυτά. Ή πάνω στις καρέκλες. Να εισπράττουν βλέμματα προσποιητής συγκα-
ταβατικής ανοχής από τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες. Αδιάφορα απέναντι
στις επαναλαμβανόμενες ρήσεις τύπου «αν τολμήσεις να ξανασηκωθείς,
φύγαμε», «αν δεν φας το ψάρι σου, δεν έχει γλυκό», «μη σκουπίζεσαι στο μανίκι
του Γιωργάκη», «μη φτύνεις στο ποτήρι της αδερφής σου» κ.λπ.
Τα δικά μου παιδιά δεν θα έτρωγαν τηγανητές πατάτες πριν από τα τρία τους
χρόνια. Θα τελείωναν το φαγητό τους και θα κάθονταν στις καρέκλες τους,
καλοχτενισμένα και καθαρά, διαβάζοντας ευλαβικά το βιβλίο τους ή ζωγραφί-
ζοντας το χάρτινο τραπεζομάντιλο με τις μπογιές τους στο τσακίρ κέφι. Μέχρις
εκεί. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν δείγμα δικής μου ανεπάρκειας ως γονιού.
Εδώ και περίπου πέντε χρόνια, οι Κυριακές μού γελούν ειρωνικά. Στο ίδιο
σκηνικό, διαφορετικοί ρόλοι. Η παρέα απέκτησε παιδιά (πολλά). Το ραντεβού
για το κυριακάτικο γεύμα κλείνεται νωρίς, πολύ νωρίς. Ο κυριακάτικος πρωινός
καφές έχει δώσει τη θέση του στην παράνοια της προετοιμασίας για την έξοδο
(τσάντες με μπουκαλάκια, πάνες, ζακέτες, μαρκαδόρους, πλαστικά κατσαβίδια,
Spiderman, κούκλες). Παραγγέλνουμε με ικετευτικά βλέμματα τύπου «κάντε
γρήγορα». Η έλευση της τηγανητής πατάτας, σωτήρια, εξασφαλίζει ένα
ακόμη ήσυχο δεκάλεπτο. Μετά αρχίζουν οι γνωστές διαπραγματεύσεις. Πόσες
μπουκιές ψαριού για μία μπάλα παγωτό βανίλια; Οι μπαμπάδες, μαζεμένοι στη
γωνιά του τραπεζιού, πίνουν μπίρες και κάνουν ότι δεν ακούν. Στις μαμάδες,
από την άλλη, φυτρώνουν χέρια. Το ένα ταΐζει μηχανικά, το άλλο προσπαθεί
να βγάλει κάτι από την τσάντα, το άλλο κουνάει ένα καρότσι, το άλλο σκουπίζει
ένα στόμα…
Αυτό το «Όταν κάνω παιδιά, αποκλείεται να…» μου φαίνεται πια τόσο αστείο
και τόσο δασκαλίστικο. Αν με είχα απέναντί μου τότε, θα μου έλεγα πως «όταν
κάνεις παιδιά…
…θα μπεις και συ στον κύκλο των διαπραγματεύσεων για τρεις μπουκιές ψάρι,
και για δύο γουλιές πορτοκαλάδα
…θα ξοδεύεις τουλάχιστον μισή ώρα κάθε πρωί μέχρι να ντυθεί και, τελικά,
θα το αφήσεις να κυκλοφορεί με την μπλούζα ανάποδα γιατί την έβαλε «μόνος
του». Ή με το ίδιο μακρυμάνικο καρό πουκάμισο στον καύσωνα του Ιουλίου,
γιατί είναι το αγαπημένο του
…θα ξαπλώνεις στο πάτωμα, κρατώντας το χέρι του μέχρι να αποκοιμηθεί
βαθιά (παρεμπιπτόντως, αυτό το βαθιά είναι μύθος γιατί ξυπνά με το που
αντιληφθεί την παραμικρή κίνηση του κορμιού σου προς την πόρτα)
…κάθε καινούργια λέξη, κάθε ζωγραφιά θα σε κάνουν να αισθάνεσαι η
περήφανη μαμά του επόμενου Αϊνστάιν. Που θα σκουπίζει τη μύτη του στο
μανίκι σου. Και θα φτύνει το φαγητό που δοκίμασε και δεν του άρεσε στην
παλάμη σου.
Και κάθε βράδυ που θα κοιτάς τις μικρές πατούσες που περισσεύουν από το
πάπλωμα και τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα θα ξέρεις πως ό,τι έχει σημασία
βρίσκεται εκεί, σε αυτά τα τετραγωνικά εκατοστά.
Μαρκέλλα Δήμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου