Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Αρνητικός παράγοντας Rhesus (Rh)

Το Rh είναι ένα αντιγόνο του αίματος το οποίο μεταβιβάζεται στο παιδί σύμφωνα με τους νόμους της κληρονομικότητας.
Σε περίπτωση που η εξέταση αίματος έδειξε ότι έχετε Rh αρνητικό αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα ενδεχόμενο επιπλοκών (π.χ. εμφάνιση αιμολυτικής νόσου). Εντούτοις αυτό είναι κάτι που μπορείτε να το προλάβετε εύκολα. Πως;


Κάθε κύτταρο έχει στην επιφάνεια του ορισμένα αντιγόνα ή δομές σαν κεραίες. Ένα τέτοιο είναι ο παράγοντας Rh. Οι γονείς κληρονομούν αιμοσφαίρια που είτε έχουν τον παράγοντα Rh που σημαίνει ότι το άτομο είναι θετικό ή δεν έχουν αυτόν τον παράγοντα που σημαίνει ότι το άτομο είναι αρνητικό. Στην εγκυμοσύνη αν τα αιμοσφαίρια της μητέρας δεν έχουν τον παράγοντα Rh, δηλαδή είναι αρνητική ενώ τα αιμοσφαίρια του μωρού τον έχουν, δηλαδή το έμβρυο είναι θετικό, το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας θα αντιμετωπίζει το έμβρυο σαν ξένο σώμα. Σε μια φυσιολογική ανοσοποιητική αντίδραση, το σύστημα της θα κινητοποιήσει στρατιές αντισωμάτων για να επιτεθούν σε αυτό το ξένο σώμα. Αυτό είναι γνωστό ως ασυμβατότητα Rh.

Όλες οι έγκυες γυναίκες εξετάζονται για τον παράγοντα Rh στον προγεννητικό έλεγχο. Αν μια γυναίκα αποδειχτεί θετική (συμβαίνει σε μεγάλο ποσοστό) δεν υπάρχει θέμα ασυμβατότητας, γιατί το έμβρυο είτε είναι θετικό είτε είναι αρνητικό δεν υπάρχουν ξένα αντιγόνα στα αιμοσφαίρια του εμβρύου για να προκαλέσουν την κινητοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας.





Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν η μητέρα είναι αρνητική, εξετάζεται και ο πατέρας του μωρού για να προσδιοριστεί αν είναι Rh θετικός ή αρνητικός. Αν βρεθεί ότι ο πατέρας είναι αρνητικός, το έμβρυο θα είναι και αυτό αρνητικό πράγμα που σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας δεν θα το θεωρήσει ξένο σώμα. Αν όμως ο πατέρας βρεθεί θετικός υπάρχει πιθανότητα το μωρό να κληρονομήσει τον παράγοντα Rh από τον πατέρα και τότε να δημιουργηθεί ασυμβατότητα με τη μητέρα. Η ασυμβατότητα αυτή συνήθως δεν αποτελεί πρόβλημα στην πρώτη εγκυμοσύνη. Τα προβλήματα δημιουργούνται μόνο αν περάσει αίμα του μωρού στην κυκλοφορία της μητέρας (περίπτωση άμβλωσης ή αποβολής). Ο οργανισμός της μητέρας, σε μιά προστατευτική ανοσολογική αντίδραση, παράγει αντισώματα κατά του παράγοντα Rh. Τα ίδια αντισώματα είναι ακίνδυνα, ώσπου να ξαναμείνει έγκυος η μητέρα και το παιδί να είναι πάλι θετικό.





Κατά τη διάρκεια της δεύτερης εγκυμοσύνης, τα νέα αντισώματα θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαπεράσουν τον πλακούντα, να περάσουν στην κυκλοφορία του μωρού και να προσβάλουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια του μωρού, προκαλώντας πολύ ήπια έως πολύ σοβαρή αναιμία. Η πρόληψη αποτελεί το κλειδί για την προστασία του εμβρύου. Οι περισότεροι γυναικολόγοι παίρνουν δύο συγκεκριμένα μέτρα. Κατά την 28η εβδομάδα, χορηγείται στην αρνητική μητέρα μία ένεση, σαν εμβόλιο, με ανοσοσφαιρίνη Rh, γνωστή ως Rhogam, για την πρόληψη της ανάπτυξης αντισωμάτων. Μια άλλη δόση χορηγείται μέσα σε 72 ώρες από τον τοκετό, αν το μωρό είναι θετικό. Αν το μωρό είναι αρνητικό, δεν απαιτείται θεραπεία.





Αν δεν χορηγηθεί Rhogam σε μια αρνητική γυναίκα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εγκυμοσύνης της και οι εξετάσεις δείξουν ότι έχει αναπτύξει αντισώματα Rh τα οποία μπορεί να προσβάλουν ένα θετικό έμβρυο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί αμνιοκέντηση για να διαπιστωθεί ο τύπος αίματος του εμβρύου. Αν είναι Rh αρνητικό, μητέρα και μωρό έχουν συμβατό τύπο αίματος και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Αν είναι θετικό το Rhesus άρα δεν είναι συμβατό με τον τύπο αίματος της μητέρας, τα επίπεδα αντισωμάτων της μητέρας παρακολουθούνται τακτικά. Αν τα επίπεδα γίνουν επικύνδυνα υψηλά, πραγματοποιούνται εξετάσεις για την αξιολόγηση της κατάστασης του εμβρύου. Αν σε οποιοδήποτε σημείο απειλείται η ασφάλεια του μωρού από την ανάπτυξη αιμολυτικής νόσου ή νόσου Rh, μπορεί να είναι απαραίτητη μια μετάγγιση αίματος Rhesus αρνητικού. Όταν η ασυμβατότητα είναι σημαντική, πράγμα σπάνιο, η εμβρυική μετάγγιση μπορεί να πραγματοποιηθεί όσο το έμβρυο βρίσκεται ακόμη μέσα στη μήτρα. Συχνότερα, μπορεί να γίνει αμέσως μετά τον τοκετό. Σε ήπια περιστατικά, όπου τα επίπεδα των αντιδωμάτων είναι χαμηλά, μπορεί να μη χρειάζεται μετάγγιση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου