Συντάκτης: Παπαβέντσης Στέλιος (Παιδίατρος, M.R.C.P.C.H., D.C.H. I.B.C.L.C. )
Η Ευαγγελία στράβωσε το μουτράκι της και έκλαψε πριν ακόμα βγουν οι ώμοι της. Γνωρίζαμε ότι θα είναι πιο μικροκαμωμένη, σε σχέση με το Χρήστο-Αλέξανδρο, ωστόσο αιφνιδιάστηκα όταν είδα ένα τόσο λιλιπούτειο πλάσμα να βγάζει με δύναμη τα πνευμόνια της έξω από το κλάμα,
λίγες μόνο στιγμές έπειτα από την έξοδο της από την κοιλιά της μαμάς. Υπήρχε μια αντίθεση ανάμεσα στο μέγεθος και την ενέργειά της. Τώρα που σκέφτομαι αυτές τις μεγάλες στιγμές εκ των υστέρων, συμπεραίνω πως τα μωρά συχνά δείχνουν την προσωπικότητά τους από τα πρώτα τους λεπτά στον κόσμο. Είναι οι στιγμές αυτές τόσο κρίσιμες, πρωταρχικές, διεσταλμένες και ταυτόχρονα ενδεικτικές για ό,τι θα ακολουθήσει.
Εκείνες οι μεγάλες στιγμές, που ίσως επηρεάζουν πολλές πτυχές από την σχέση μας με το μωρό, τις αλληλεπιδράσεις μας και πιθανά τον ίδιο το χαρακτήρα του, απαιτούν μεγάλες πράξεις, μα συχνά κατεδαφίζονται από μικρόψυχα εγκλήματα. Το μωρό που παίρνει την πρώτη ανάσα από ένα κρύο, ξερό υλικό, τον αέρα, το νεογνό που ανοίγει τα μάτια του για πρώτη φορά, το μικρό που μεταφέρεται στο δέρμα της μάνας, που νιώθει τη ροή αίματος προς την κοιλίτσα του να σταματάει ξαφνικά. Κάθε στιγμή μια αιωνιότητα. Το πρώτο χάδι, ο ανακουφιστικός ψίθυρος της γνώριμης ήδη φωνής της μαμάς στο αυτί, η ζέστη της αγκαλιάς της. Μία πρωτόφαντη αίσθηση στα χείλη, κάτι απαλό και σκληρό συνάμα, κάτι γλυκό και απαιτητικό, μια πρόκληση, η ρώγα της. Αυτονόητες, φυσικές πράξεις.
Η Ευαγγελία βγήκε φωνάζοντας με μάτια ανοιχτά. Η μαία την τύλιξε γρήγορα με μια ζεστή πετσέτα και την τοποθέτησε στο στήθος της μάνας της. Η μικρή μάς κοίταξε προς τα πάνω, έτσι όπως ήμασταν εκστασιασμένοι και εξαντλημένοι. Κάτι ζητούσε, ήταν φανερό. Τη μετέφερα λίγο πιο ψηλά. Δέρμα με δέρμα με τη Δώρα. Ακούμπησε το μάγουλό της στο μαλακό, ζεστό, μητρικό μαξιλάρι. Στο μεταξύ ο ομφάλιος λώρος κόπηκε. Κανείς μας δεν το πρόσεξε. Η σειρά του πλακούντα να βγει. Ελάχιστα μας απασχόλησε, σε σχέση με το θαύμα που εκτυλισσόταν μπροστά μας:
Η Ευαγγελία σύντομα σταμάτησε να κλαίει. Κουνούσε αργά τα χείλη της. Προσπαθούσε με ενδιαφέρον κάτι να γλείψει, με μάτια ορθάνοιχτα, όλο απορία. Την κοιτούσαμε συνεπαρμένοι να βρίσκει μόνη της το δρόμο, να ακολουθεί το ένστικτό της μέσα στην αδυναμία της εύθραυστης της ύπαρξης, να θωπεύει ανεπαίσθητα, αδέξια τη θηλή της μαμάς της. Πως ξέρει και τα κάνει όλα αυτά; Ποια δύναμη καθοδηγεί αυτά τα δευτερόλεπτα και ποιος θα τολμούσε να την παρακάμψει, ποιος θα τολμούσε να αλλοιώσει τη φύση;
Το μωρό μας έμεινε κολλημένο στη θαλπωρή της μάνας του για παραπάνω από μία ώρα; έκανε τις πρώτες προσπάθειες για παρηγοριά και σύνδεση με τον κόσμο, την πρώτη επιτυχή συμφιλίωση του μέσα με το έξω, ξεκίνησε την τρομακτική μετάβαση από την συνεχή ασφάλεια του μητρικού αίματος στη διακεκομμένη ικανοποίηση της μητρικής τροφής. Κι έπειτα κοιμήθηκε αποκαμωμένο αλλά κι ευτυχισμένο ίσως. Το ίδιο και η Δώρα. Έμεινα εγώ να απορώ με την τύχη μου, να επαναλαμβάνω με το νου μου τις στιγμές που θα κρατούσα μέσα μου για πάντα.
http://healthyworld.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου